Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η κουρεμένη Ελλάς

Να ξυπνήσω;

Η ώρα που αρχίζω να γράφω αυτό το άρθρο είναι 03:24 το πρωί. Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή και σερφάρω ανοήτως. Κάθε λίγο μπαίνω και σε κάποιο news site για να μάθω τι έγινε το κούρεμά μας στις Βρυξέλλες.

Ο βασικός τίτλος που διαβάζω είναι ότι συνεχίζεται το «σκληρό πόκερ». Αλίμονό μας που έχουμε δώσει τα φύλλα μας σ’ αυτούς τους ψίμους (είναι το ανάλογο στο πόκερ με το «άμπαλος» στο ποδόσφαιρο). Αλίμονό μας που τους εμπιστευθήκαμε τους άσους που απλόχερα έχει μοιράσει η ζωή σ’ αυτόν τον τόπο. Μα τι κάνουν; Πάνε πάσο! Έχουν τρεις άσους στο χέρι και το πρώτο φύλλο που άνοιξε είναι άσος και αυτοί πάνε πάσο. Βοήθεια!

Διαβάζω, ακούω, πληροφορούμαι…


Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω λέξη.

Το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι ούτε και αυτοί που υποτίθεται ότι καταλαβαίνουν, καταλαβαίνουν λέξη.

Το χείριστο δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνω εγώ και αυτοί, αλλά όλοι μας.

Με (μας) έχουν φλομώσει στο ψέμα.

Όχι σήμερα, αλλά όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.

Πατάω αφηρημένα τα πλήκτρα του keyboard. Οι σελίδες εναλλάσονται η μία μετά την άλλη. Δεν έχουν κανένα νόημα. Στο twitter χαμός. Ο ένας ουρλιάζει από θυμό. Η αμέσως από κάτω κλαίει γιατί ο γκόμενος δεν της τηλεφώνησε. Ο πιο από κάτω προσπαθεί να πει κάτι έξυπνο. Η ακόμα πιο κάτω αναρωτιέται αν αντί για κούρεμα μπορεί να κάνει χαλάουα μπικίνι.

Όλοι οι υπόλοιποι (υποθέτω ότι) κοιμούνται. Κοιμούνται τον ύπνο του Αδίκου. Αυτό που νιώθω τώρα που γράφω είναι πίκρα.

Πίκρα που είμαι δημοσιογράφος με βήμα σε ένα τόσο ισχυρό site και βασικά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Πίκρα που οι συνάδελφοί μου (οι περισσότεροι φίλοι μου ή γνωστοί από παλιά) και ούτε ένας δεν έχει τα κότσια να μας πει τι ακριβώς συμβαίνει. Ούτε ένας (εννοώ τις μεγαλο-μαριονέτες) δεν κτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Πίκρα που οι τεχνοκράτες, οι αριθμολάγνοι και οι υπόλοιποι μικροτσούτσουνοι αναλυτές είναι κοντά στην εκσπερμάτωση που οι λογαριασμοί τους βγαίνουν σωστοί.

Σκέπτομαι ότι η η λέξη «δισεκατομμύριο» είναι πιο ισχυρή από την λέξη «άνθρωπος». Το πιο τραγικό είναι ότι άνθρωποι παρακολουθούν αυτή την εξέλιξη και δεν αντιδρούν. Απλώς έπεσαν να κοιμηθούν –κι εγώ σε λίγο το ίδιο θα κάνω– αφήνοντας το πρωινό που θα ξυπνήσουν, το μέλλον τους (μας) δηλαδή στα χέρια των πλέον ακατάλληλων. Των πλέον ανίκανων.

Και όλοι εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να πάμε για ύπνο.

Από άνθρωποι του καναπέ, μεταμορφωθήκαμε σε ανθρώπους που κρυβόμαστε κάτω από το πάπλωμά μας.
Δεν είναι ύπνος αυτό. Είναι κρυφτό. Είναι η τέχνη της στρουθοκαμήλου.

Όχι, δεν θέλω εδώ να βάλω τελεία και να ανεβάσω το post.

Θέλω να μείνω ακόμα λίγο ξύπνιος.

Όταν ήμουν πολύ νεότερος οι μεγαλύτεροι κλαίγονταν που χάθηκαν από την Ελλάδα οι μουριές, η μυρωδιά των γιασεμιών και η πραγματική γεύση του καρπουζιού. Το γράφανε οι μεγάλοι χρονογράφοι στην πρώτη σελίδα των μεγάλων εφημερίδων.Τρέμω στην ιδέα ότι τώρα που μεγάλωσα μπορεί να γράψω στους νεότερους ότι χάθηκε η Ελλάδα. Δεν το πιστεύω… Ή μάλλον δεν θέλω ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ να το πιστέψω, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.

Θα σας πω μια ιστορία:

Την ημέρα που έπεσε η Χούντα ήμουν στη βεράντα του πατρικού μου στην Καλλιθέα μαζί με τον πατέρα μου. Βλέπαμε τον κόσμο που πανηγύριζε. Ήμουν ενθουσιασμένος. Ο πατέρας μου δίπλα (έμπειρος δημοσιογράφος) δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό μου. Είχε περάσει ορφάνια, φτώχεια, Κατοχή, Εμφύλιο… Τον κοίταξα απορημένος. Γύρισε την πλάτη και μπήκε στο σπίτι. Γυρίζοντας τον άκουσα να μουρμουρίζει:

-Θα ξανάρθουν, αλλά αυτή τη φορά δεν θα φοράνε στολές, αλλά γραβάτες.

Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια τον θυμήθηκα πολλές φορές και κατάλαβα ότι το να είσαι γελοιογράφος (δηλαδή ο αφρός της δημοσιογραφίας) δεν είναι αρκετό να σκιτσάρεις καλά, αλλά να βλέπεις μέσα από την είδηση. Να μη βλέπεις τη φάτσα της, αλλά την ουρά της.

Και γαμώ το κεφάλι μου, είχε ΤΟΣΟ δίκιο.

Γεμίσαμε από νέους ανθρώπους με στομάχια φέτες και μπράτσα Σβαρτσενέγκερ –ακούτε κ. Πέτρο Κωστόπουλε;– αλλά πιο αδύναμους και φτερά στον άνεμο.

Ρούφηξαν τη ζωντάνια, τα όνειρα, τη δημιουργικότητα δουλάχιστον δύο γενιών η κ. Κορομηλά και οι επίγονοί της. Μόνο και μόνο για να κάνουν διακοπές στη Μύκονο… Και έτσι βρήκαν την ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια οι άνθρωποι-σκουλήκια με τις νωθρές ιδρωμένες παλάμες και τα ροζ μάγουλα να κάτσουν στη θέση του οδηγού του δικού μας οχήματος, με μας επιβάτες.

Όχι, δεν φταίνε αυτοί.

Εμείς φταίμε που τους εμπιστευτήκαμε το τιμόνι.

Μα Θεέ μου, αυτοί δεν έχουν καν δίπλωμα. Και η κατηφόρα που βλέπω μπροστά είναι σχεδόν κάθετη…

Δεν πειράζει που είμαι κι εγώ επιβάτης. Αλήθεια το λέω!

Όμως επιβάτες είναι η κόρη μου και ο δικός σου γιος Γιάννη, τα διδυμάκια σου Ασπασία, η κορούλα σου Τάκη, το ανιψάκι σου Θόδωρε, η ξαδελφούλα σου Ελένη, Νίκο, Μυρτώ, Θανάση, Λήδα, Μαίρη, Αχιλλέα, Λάκη, Δημήτρη, Βάσω, Ρένα, Αργύρη…

Θα αποφασίσει να τραβήξει κανείς το χειρόφρενο ή θα αφήσουμε την τύχη των παιδιών μας στους εκάστοτε οδηγούς-μπούληδες, οι οποίοι πανικόβλητοι πατάνε όσο πιο δυνατά γίνεται τον συμπλέκτη;

Είμαι από παιδί νυχτοπούλι.

Πρώτη φορά ένιωσα τόσο μόνος όσο σήμερα.

Τόσα χρόνια ποτέ δεν ένιωσα μόνος. Ούτε μια φορά. Απλώς απολάμβανα την ησυχία.

Πάω για ύπνο μαζί με τους αγαπημένους μου!

Όνειρα γλυκά σε όλους κι όλες.

Μάνος Αντώναρος

ΥΓ. Α, μην ξεχάσετε την Κυριακή να πάτε τα ρολόγια σας μία ώρα πίσω. Η αλλαγή από θερινή ώρα σε χειμερινή ώρα εφαρμόστηκε πρώτη φορά κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, για να εξοικονομηθούν πόροι από τα εμπόλεμα κράτη. Εφαρμόστηκε ξανά στον Β' Παγκόσμιο και καθιερώθηκε μετά την ενεργειακή κρίση του 1973.
Ακόμα πιστεύετε ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε τα πιο έξυπνα όντα στη Γη; Ααχαχαχαχαχαχαχαχα! Όχι δεν γελάω εγώ… ο γάτος μου ο Σμούντα που με κοιτάει τόση ώρα που γράφω, γελάει. Ναι, γελάνε τα ζώα... Φυσικά γελάνε· τσέπες δεν έχουν!

Μάνος Αντώναρος