Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Περαίωση: Το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου...

Στη δημοσιότητα δόθηκε από το υπουργείο Οικονομικών το τελικό κείμενο του ν/σ για την περαίωση, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και την τιμωρία της φοροδιαφυγής. Με το άρθρο 18 ρυθμίζονται τα θέματα των αποσβέσεων της αξίας αδειών ΦΔΧ, ενώ με το άρθρο 17 επιδιώκεται ο εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού των τελών κυκλοφορίας. Την Πέμπτη η ψήφιση του νομοσχεδίου με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.Πιο αναλυτικά:
Στο άρθρο 1 αποτυπώνεται ο σκοπός των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ που είναι η εκούσια κατάργηση των φορολογικών εκκρεμοτήτων, όπως καθορίζεται με τα επόμενα άρθρα.
Με το άρθρο 2 δίνονται οι έννοιες βασικών όρων των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄. Σημειώνεται ότι μεταξύ των επιβαρυντικών στοιχείων που προσαυξάνουν το φόρο, εκτός από τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. που μνημονεύονται στην περίπτωση 4 του άρθρου 2, περιλαμβάνονται και επιβαρυντικά στοιχεία που προκύπτουν από δελτία πληροφοριών ή άλλα στοιχεία ή έγγραφα (υποπεριπτώσεις ιστ) και ιζ) της περιπτ. 4).
Με το άρθρο 3 ορίζεται το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων του Κεφαλαίου Α΄. Κατ’ αρχήν υπάγονται σε αυτό οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους του παρελθόντος και μέχρι 31.12.2009.
Στην παρ. 2 του άρθρου 3 ορίζεται ποιες θεωρούνται εκκρεμείς υποθέσεις προκειμένου να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄.
Στο άρθρο 4 περιλαμβάνονται υποθέσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής. Μεταξύ άλλων εξαιρούνται οι ανέλεγκτες χρήσεις στις οποίες τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα από 20.000.000 ευρώ και όλες οι επόμενες χρήσεις, οι υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου (ακινήτων, κληρονομιών, δωρεών, πλοίων, μεγάλης ακίνητης περιουσίας κ.λπ.), οι υποθέσεις των επιχειρήσεων για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου, οι υποθέσεις για τις οποίες δεν υποβλήθηκε μέχρι 31.8.2010 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος, οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων τα οποία με βάση το περιουσιολόγιο του έτους 2008 υπόκεινται σε φορολόγηση για την ακίνητη περιουσία.
Οι εξαιρέσεις που περιλαμβάνονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 δεν ισχύουν προκειμένου να περαιωθούν οι ελεγμένες φορολογικές υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11. Στο άρθρο 5 καθορίζονται οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα υπαγωγής των φορολογικών υποθέσεων στις ρυθμίσεις. Περαιώνεται η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη και οι συνεχόμενες με αυτή ανέλεγκτες υποθέσεις. Ο επιτηδευματίας αποδέχεται την καταβολή της συνολικής οφειλής που προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα του άρθρου 9 καταβάλλοντας τον επιπλέον φόρο που προκύπτει χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτει ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις υποβληθείσες δηλώσεις πριν τη διαδικασία του παρόντος νόμου. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο δεν αναζητούνται ούτε συμψηφίζονται με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9. Ειδικά για τις ελεγμένες υποθέσεις, δηλαδή για αυτές που εκκρεμούν ενώπιον των ελεγκτικών οργάνων για συμβιβασμό και για τις οποίες δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης προσφυγής καθώς και για εκείνες που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή και εκκρεμούν για εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο ή στο Διοικητικό Εφετείο, ο φορολογούμενος μπορεί να επιλέξει ποια ή ποιες εκκρεμείς καταλογιστικές πράξεις επιθυμεί να περαιώσει.
Με το άρθρο 6 ορίζεται ο τρόπος και οι συντελεστές που προσδιορίζουν το φόρο για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων. Ο συντελεστής ορίζεται σε 2% για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση συγκεκριμένα επαγγέλματα (πρακτορεία τουρισμού και ταξιδιών, πρατηριούχοι βενζίνης και πετρελαίου) που μνημονεύονται στο άρθρο, στα οποία τα ακαθάριστα έσοδα, λόγω φύσεως του επιτηδεύματος είναι δυσανάλογα υψηλά. Επί του συντελεστή αυτού εφαρμόζεται συντελεστής προοδευτικότητας ανάλογα με το ποσό των ακαθάριστων εσόδων και επί του αποτελέσματος υπολογίζεται ο επιπλέον φόρος με συντελεστή 25% για τις Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και 20% για κάθε άλλη περίπτωση. Το ποσό του φόρου προσαυξάνεται αν υπάρχουν παραβάσεις ή επιβαρυντικά στοιχεία ή αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, όπως ορίζεται στις παραγράφους 5 έως και 9. Αν δεν έχουν υποβληθεί εκκαθαριστικές και μόνο δηλώσεις Φ.Π.Α. το ποσό του φόρου προσαυξάνεται κατά 10% και δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 200 ευρώ. Αν συνεπώς, κάποιος οφείλει να καταβάλει σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 11 για μία χρήση το κατώτερο ελάχιστο ποσό φόρου π.χ. 300 ευρώ, όμως δεν υπέβαλε μια εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., το ποσό που πρέπει να καταβάλει για τη χρήση αυτή θα ανέλθει συνολικά στο ποσό των 300+200= 500 ευρώ.
Με την παράγραφο 11 ορίζονται τα ελάχιστα καταβλητέα ποσά για κάθε χρήση, αν το ποσό που προκύπτει είναι μικρότερο από αυτά. Τα ποσά αυτά είναι: 300 ευρώ για τους επιτηδευματίες που δεν τηρούν ή τηρούν βιβλία Α΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., 500 ευρώ για όσους τηρούν βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. και 700 ευρώ για όσους τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες τα ελάχιστα ποσά φόρου για την Β΄ και Γ’ κατηγορία βιβλίων του Κ.Β.Σ. ορίζονται σε 700 και 1.000 ευρώ αντίστοιχα.
Με την παράγραφο 12 ορίζεται ότι η ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης μεταφέρεται στις επόμενες χρήσεις μόνο εφόσον η τελευταία χρήση που περαιώνεται καθώς και οι τέσσερις προηγούμενές της δεν βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ή δεν υπάρχει άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που να προσαυξάνει το φόρο.
Στην παράγραφο 13 ορίζεται ότι και στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί προσωρινό φύλλο ελέγχου ή προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3, η περαίωση γίνεται με αναλογική εφαρμογή των οριζομένων στο άρθρο 11.
Στο άρθρο 7 ρυθμίζεται η περαίωση των ανέλεγκτων φορολογικών αντικειμένων πλην εισοδήματος. Για την περαίωση των ανελέγκτων υποθέσεων Φ.Π.Α. υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή 15% επί του ποσού της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης και το προκύπτον ποσό προσαυξάνεται κατά 30%. Αν προκύπτει αναμφισβήτητα η λήψη πλαστού φορολογικού στοιχείου υπολογίζεται Φ.Π.Α. επί της καθαρής αξίας του πλαστού στοιχείου με συντελεστή 15%. Επίσης ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην περ.δ) της παραγράφου 2 και ειδικότερα σε περίπτωση δήλωσης πιστωτικού υπολοίπου προς επιστροφή. Εάν έχει ήδη διενεργηθεί επιστροφή από το Δημόσιο, ο φορολογούμενος οφείλει με έκτακτη δήλωσή του εντός προθεσμίας ενός μήνα από την ημερομηνία καταβολής του ποσού της παρ.3 του άρθρου 9 να το αποδώσει στο Δημόσιο. Οι εκκρεμείς προσωρινές καταλογιστικές πράξεις επιβολής φόρου, τέλους ή εισφοράς περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και προστίμων. Όταν διαπιστώνεται η μη υποβολή δηλώσεων ή υπάρχουν επιβαρυντικά στοιχεία διενεργείται έλεγχος σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Με το άρθρο 8 ρυθμίζεται η περαίωση υποθέσεων που αφορούν επιβολή προστίμων του Κ.Β.Σ. που εκκρεμούν είτε ενώπιον των Δ.Ο.Υ. για διοικητικό συμβιβασμό είτε ενώπιον των δικαστηρίων για εκδίκαση. Επί των υποθέσεων αυτών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 11 για την περαίωση εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεων.
Με το άρθρο 9 ρυθμίζεται σε γενικές γραμμές η διαδικασία περαίωσης. Ειδικότερα τεχνικά και λεπτομερειακά ζητήματα της διαδικασίας ρυθμίζονται με υπουργική απόφαση που θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13. Η διαδικασία καταγράφεται ως εξής: Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων εκδίδει εκκαθαριστικό σημείωμα με βάση τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα στα κεντρικά υπολογιστικά συστήματά της κατά την ημερομηνία που θα ορισθεί με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13. Η ημερομηνία αυτή θα προηγείται της ημερομηνίας έκδοσης του εκκαθαριστικού. Ακολούθως η Γενική Γραμματεία αποστέλλει ταχυδρομικά το εκκαθαριστικό σημείωμα σε όσους εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων και ενημερώνει τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. Μέχρι την συγκεκριμένη ημερομηνία που θα ορισθεί με την υπουργική απόφαση του άρθρου 13, ο φορολογούμενος που έλαβε το εκκαθαριστικό σημείωμα και επιθυμεί να περαιώσει πρέπει να καταβάλει το 20% του ποσού της συνολικής οφειλής το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 500 ευρώ. Η καταβολή αυτή συνιστά αυτοδικαίως αποδοχή του εκκαθαριστικού σημειώματος.
Με το άρθρο 10 καθορίζεται ο τρόπος καταβολής του υπολοίπου 80% της συνολικής οφειλής όπως προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα. Για αρχική συνολική οφειλή μέχρι 5.000 ευρώ το 80% καταβάλλεται σε 6 μηνιαίες δόσεις με ελάχιστη καταβολή δόσης 500 ευρώ με εξαίρεση την τελευταία δόση. Για αρχική συνολική οφειλή πάνω από 5.000 και μέχρι 10.000 ευρώ, το 80% καταβάλλεται σε 8 ίσες μηνιαίες δόσεις. Για οφειλή από 10.000 μέχρι 15.000 ευρώ σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις, για οφειλή από 15.000 μέχρι 20.000 σε 18 ίσες μηνιαίες δόσεις και για οφειλή από 20.000 και άνω σε 24 ίσες μηνιαίες δόσεις. Η πρώτη δόση του 80% της συνολικής οφειλής πρέπει να καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίον έγινε η αποδοχή του εκκαθαριστικού σημειώματος και του 20% της συνολικής οφειλής. Αν καταβληθεί ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό είτε κατά την ημερομηνία καταβολής του 20% της συνολικής οφειλής, είτε μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού 10% επί του ποσού αυτού.
Με το άρθρο 11 ορίζεται ο υπολογισμός του φόρου προκειμένου να περαιωθούν οι ελεγμένες υποθέσεις που εκκρεμούν είτε για διοικητική επίλυση στις Δ.Ο.Υ. είτε για εκδίκαση στα διοικητικά δικαστήρια α΄ και β΄ βαθμού.
Για όσες υποθέσεις εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ. και για όσες δεν έχουν συζητηθεί στο διοικητικό πρωτοδικείο, καθώς και για όσες έχουν συζητηθεί είτε στο διοικητικό πρωτοδικείο είτε στο διοικητικό εφετείο και τα φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις επιβολής φόρου ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ακυρώθηκαν για τυπικούς και μόνον λόγους, διαγράφονται οι πρόσθετοι φόροι και καταβάλλεται ο κύριος φόρος ή διαγράφονται τα 4/5 των προστίμων και καταβάλλεται το 1/5 αυτών. Στις υποθέσεις στις οποίες έγινε μερικώς ή ολικώς δεκτή η προσφυγή για λόγους ουσιαστικούς διαγράφονται οι πρόσθετοι φόροι και το 75% του κύριου φόρου και καταβάλλεται το 25%. Αν η υπόθεση αφορά πρόστιμο διαγράφονται τα 9/10 και καταβάλλεται το 1/10. Οι μειώσεις του φόρου και του προστίμου υπολογίζονται επί του τμήματος εκείνου του κυρίου φόρου ή του προστίμου που ακυρώθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου.
Αν έχει απορριφθεί στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος η προσφυγή, το μέρος εκείνο των φόρων ή των προστίμων που δεν ακυρώθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου, περαιώνεται με μείωση του προσθέτου φόρου στο 80% και συνεπώς με καταβολή του συνόλου του κυρίου φόρου και του 20% του πρόσθετου φόρου.
Αν πρόκειται για πρόστιμο διαγράφονται τα ¾ και καταβάλλεται το ¼ .
Με το άρθρο 12 ορίζεται ότι στην περαίωση του νόμου αυτού μπορούν να ενταχθούν και οι υποθέσεις που έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο και περιλαμβάνονται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο, εφόσον δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει αλλά δεν έχει περατωθεί.
Για όσες υποθέσεις διαχειριστικών περιόδων 2008 και 2009 έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο, ορίζεται ότι υπάγονται στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄, με τις εξαιρέσεις φυσικά που ορίζονται στο άρθρο 4, με την υποχρέωση καταβολής ποσού φόρου ίσου με το ½ του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6. Επίσης στις υποθέσεις αυτές έχουν αναλογική εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται ότι ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα να περαιώσει ορισμένες μόνο από τις ανέλεγκτες υποθέσεις με την προϋπόθεση ότι περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη υπόθεσή του και οι συνεχόμενες με αυτή.
Για όσες υποθέσεις εντάσσονται στην παράγραφο 2 και ακολουθείται η διαδικασία περαίωσης, όπως ορίζεται ειδικότερα σε αυτό το άρθρο, προβλέπεται ότι εξαιρούνται από την επιλογή για έλεγχο βάσει δείγματος.
Με την παράγραφο 5 ορίζεται ότι επί ανέλεγκτων υποθέσεων που έχουν υπαχθεί στην περαίωση κατά τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου για όλες τις υπαγόμενες ανέλεγκτες χρήσεις, εφόσον εξοφλείται η προκύπτουσα συνολική οφειλή βάσει του οικείου Εκκαθαριστικού Σημειώματος καθώς και αυτή που προκύπτει από την περαίωση των τυχόν σχετικών εκκρεμών προσωρινών φύλλων ελέγχου ή πράξεων ή αποφάσεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 6, 7 και 8, δεν υπάρχει υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων που αφορούν τις περαιωθείσες χρήσεις μέχρι και το 2005, από το χρόνο εξόφλησης των ανωτέρω ποσών και μετά, ανεξάρτητα από το χρόνο που ορίζεται για τη διαφύλαξη των βιβλίων και στοιχείων από τις διατάξεις του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ. Τα ίδια ισχύουν και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν περαιωθεί με οποιαδήποτε ρύθμιση, και με την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί ή θα εξοφληθεί το σύνολο της οφειλής. Όμως οι προβλέψεις αυτές δεν ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου για υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί και εκκρεμεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου δήλωση φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και έχουν δηλωθεί περιουσιακά στοιχεία του άρθρου 12 του ν.2961/2001 (Α’ 266) καθώς και επί μεταβιβάσεως εξ επαχθούς αιτίας του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.



Με την παράγραφο 6 καθορίζεται ειδικός τρόπος περαιώσεως υποθέσεων επιτηδευματιών οι οποίοι είναι λήπτες πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Η περαίωση των υποθέσεων αυτών γίνεται κατόπιν αιτήσεως των επιτηδευματιών στις Δ.Ο.Υ. και υπολογίζεται φόρος εισοδήματος επί της συνολικής αξίας των στοιχείων αυτών προ Φ.Π.Α., ο οποίος ανέρχεται σε 40% επί της συνολικής αξίας και αν πρόκειται για Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. σε 55%.



Με την παράγραφο 7 προσδιορίζεται ότι παρατείνεται μέχρι 31.12.2011 η προθεσμία μετά την οποία παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση των φύλλων ελέγχου ή των πράξεων επιβολής φόρων, εισφορών ή τελών. Είναι σαφές ότι για τις υποθέσεις που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας ρύθμισης, δεν παρατείνεται η προθεσμία παραγραφής.



Με το άρθρο 13 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών με απόφασή του να ρυθμίσει κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού όπως είναι οι υπηρεσίες, τα πιστωτικά ιδρύματα ή άλλοι φορείς στα οποία διενεργείται η καταβολή των οφειλόμενων ποσών όπως προκύπτουν στο εκκαθαριστικό σημείωμα, το περιεχόμενο, ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία έκδοσης του συμπληρωματικού εκκαθαριστικού σημειώματος (π.χ. όταν υπάρχει πιστωτικός Φ.Π.Α.) κόκ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Με τις διατάξεις του άρθρου 14 ρυθμίζονται τα ληξιπρόθεσμα, μέχρι την ισχύ του νόμου χρέη προς το Δημόσιο, που έχουν βεβαιωθεί με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία του Κράτους. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται απαραίτητη ως ύστατη ευκαιρία, προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρμετρη επιβάρυνση των μικρών απαιτήσεων με δικαστικά έξοδα που θα δημιουργηθούν με την εντατικοποίηση των ενεργειών αναγκαστικής είσπραξης αφενός και προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε όλους λόγω της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας πολλών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν άμεσα στην εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους αφετέρου.
Οι όροι και οι προϋποθέσεις της ρύθμισης βοηθούν τους οφειλέτες που επιθυμούν να είναι συνεπείς να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους σε λίγες ή πολλές δόσεις, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα τους, ταυτόχρονα όμως με τους λοιπούς όρους που τίθενται τους αποτρέπει να δημιουργήσουν νέα ληξιπρόθεσμα χρέη ή να μην υποβάλλουν τρέχουσες φορολογικές δηλώσεις που από το νόμο έχουν υποχρέωση.Για να ενισχυθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των οφειλετών που θα υπαχθούν στην ρύθμιση, παρέχεται για τα ληξιπρόθεσμα χρέη που έχουν βεβαιωθεί από το έτος 2007 και μετά, τα οποία επιβαρύνονται με χαμηλό ποσοστό προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής οπότε η απαλλαγή που θα χορηγηθεί στις προσαυξήσεις αυτές θα είναι σε ποσό ελάχιστη σε σύγκριση με το σύνολο της οφειλής, η δυνατότητα της έκπτωσης μέρους των πρόσθετων φόρων ή πρόσθετων τελών (φορολογικών προσαυξήσεων), το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με το έτος βεβαίωσης, με έναρξη 10% για το έτος 2007 και κατάληξη το έτος 2010 με έκπτωση 40%. Αντίθετα όσα χρέη έχουν βεβαιωθεί από το έτος 2006 και προγενέστερα, όπου οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής είναι σημαντικές και το ποσό της απαλλαγής αυτών, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων που θα επιλέξει ο οφειλέτης, αρκετά υψηλό, δεν χορηγείται έκπτωση στις φορολογικές προσαυξήσεις.
Επίσης η ρύθμιση είναι αρκετά ευέλικτη ώστε ο οφειλέτης που αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης της ρύθμισης που επέλεξε, να μπορεί να επιλέξει την υπαγωγή του σε ρύθμιση με περισσότερες δόσεις, οπότε και στην περίπτωση αυτή θα δικαιούται απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής για το υπόλοιπο ποσό που εντάσσεται στη νέα ρύθμιση με το ποσοστό που ορίζεται για τη ρύθμιση της νέας επιλογής του.
Στην αντίθετη ακριβώς περίπτωση που οφειλέτης έχει ενταχθεί σε ρύθμιση με πολλές μηνιαίες δόσεις και αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ταμειακή ευχέρεια, μπορεί με αίτησή του να ζητήσει την υπαγωγή του σε ρύθμιση με λιγότερες μηνιαίες δόσεις, οπότε θα τύχει μεγαλύτερου ποσού απαλλαγής προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής για το ποσό που εντάσσεται στη νέα ρύθμιση. Εάν επιλέξει την εφάπαξ εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής του από οποιαδήποτε ρύθμιση τότε απαλλάσσεται από τις προσαυξήσεις κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) για το εφάπαξ καταβαλλόμενο ποσό, με εξαίρεση την περίπτωση που επιλέξει την εξόφληση της οφειλής του σε μέχρι τρείς μηνιαίες δόσεις.Μία άλλη ευελιξία της προτεινόμενης ρύθμισης είναι η δυνατότητα του οφειλέτη που για οποιοδήποτε λόγο δεν εντάχθηκε μέχρι 29 Οκτωβρίου 2010 να ενταχθεί μεταγενέστερα, εφόσον καταβάλλει τις δόσεις των οποίων θα έχει παρέλθει η ημερομηνία καταβολής τους μαζί με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και να τύχει των ευεργετημάτων της ρύθμισης. Οι όροι και οι προϋποθέσεις της δυνατότητας επιλογής άλλης ρύθμισης, ανάλογα με την ευχέρεια του οφειλέτη, η δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση μετά την καταληκτική ημερομηνία πληρωμής της πρώτης δόσης, αλλά και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της όλης διαδικασίας θα καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που του παρέχεται με την τελευταία παράγραφο του άρθρου αυτού.
Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 καθορίζεται το πρόγραμμα των ρυθμίσεων που μπορεί να επιλέξει ο οφειλέτης, καθώς και η οικονομική ωφέλειά του από την απαλλαγή των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ή της έκπτωσης των πρόσθετων φόρων ή τελών στην εφάπαξ εξόφληση
Με την παράγραφο 2 καθαρίζεται η ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης καθώς και της εφάπαξ εξόφλησης που (όταν υφίσταται και έκπτωση φορολογικών προσαυξήσεων) μπορεί να διενεργηθεί εντός πέντε εργασίμων ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.Στην παράγραφο 3 ορίζονται οι όροι απώλειας της ρύθμισης και στην παράγραφο 4 ορίζεται το ποσοστό της προσαύξησης σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής μιας δόσης.
Με την παράγραφο 5 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και για χρονικό διάστημα δύο ετών, δεν επιτρέπεται η χορήγηση διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής από τα όργανα του άρθρου 14 του Ν.2648/1998, για χρέη που βεβαιώθηκαν ταμειακά μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Στην παράγραφο 6 ορίζονται τα ευεργετήματα του οφειλέτη αλλά και τα δικαιώματα του Δημοσίου και στην παράγραφο 7 παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να καθορίσει με αποφάσεις του τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης μπορεί να υπαχθεί σε άλλο πρόγραμμα, την υπαγωγή οφειλέτη στη ρύθμιση μετά την 29η Οκτωβρίου 2010, για χρέη που έχουν βεβαιωθεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, τους όρους και τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση βεβαιωμένων αλλά μη ληξιπροθέσμων οφειλών, τις προϋποθέσεις χορήγησης και τη διάρκεια ισχύος του αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας στους οφειλέτες που είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
Με τις διατάξεις του άρθρου 15 και ειδικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 9 του ΚΕΔΕ ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην κεντρική φορολογική διοίκηση ή σε ειδικές ομάδες εργασίας, που συγκροτούνται από εξειδικευμένους υπαλλήλους από τον Υπουργό Οικονομικών, να λαμβάνουν μέτρα είσπραξης κατά των οφειλετών που δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται με βάση κάποια κοινά κριτήρια όπως το ύψος και το είδος της οφειλής ή το είδος του περιουσιακού στοιχείου σε βάρος του οποίου λαμβάνεται το μέτρο. Η παραπάνω συμπλήρωση κρίνεται αναγκαία λόγω της παρουσιαζόμενης υστέρησης στην είσπραξη των ληξιπροθέσμων, αλλά και της ανασυγκρότησης των υπηρεσιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Με την παράγραφο 2 προστίθεται στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, εδάφιο ώστε να δοθεί η δυνατότητα να αντιταχθεί σε συμψηφισμό και απαίτηση βεβαιωμένη ακόμη και αν δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, ώστε να συμψηφίζονται οι απαιτήσεις κυρίως από επιστρεφόμενους φόρους και τέλη χωρίς δήλωση του οφειλέτη .
Με την παράγραφο 3 προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 με το οποίο καθορίζεται ποιός έχει το βάρος απόδειξης επί εισοδήματος του οποίου δεν προκύπτει σαφώς η πηγή ή αιτία προέλευσης και το οποίο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (άρθρα 4 και 48 του ν.2238/1994) λογίζεται ως εισόδημα προερχόμενο από ελευθέρια επαγγέλματα. Αν και από την ισχύουσα διάταξη θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι προέκυπτε χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι ο φορολογούμενος υποχρεούται να αποδείξει την πραγματική πηγή ή αιτία του εισοδήματός του, δεδομένου ότι η ισχύουσα διάταξη χρησιμοποιεί το ρήμα «λογίζεται», εντούτοις για την άρση κάθε αμφιβολίας με την προσθήκη του εδαφίου αυτού στην παράγραφο 3 ορίζεται αυτό πλέον και ρητά.
Με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31.12.2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων ταμειακά στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία.
Με τις διατάξεις του άρθρου 16, τροποποιούνται οι διατάξεις του νόμου 2523/1997 (Α΄ 179) για τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία, προκειμένου να είναι αποτελεσματική η τιμωρία της φοροδιαφυγής από τις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές. Επίσης περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
Στόχος είναι με το πλέγμα των ρυθμίσεων αυτών που συμπληρώνουν τις διατάξεις του φορολογικού νόμου αλλά και τις διατάξεις των άλλων Κεφαλαίων αυτού του νόμου να αντιμετωπιστούν άμεσα και αποφασιστικά από την πλευρά της πολιτείας τα αδικήματα φοροδιαφυγής που τελούνται με την μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση του Φ.Π.Α. και των άλλων παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών ή ακόμα και με πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία ή στοιχεία που δεν καταχωρούνται σύμφωνα με τον Κ.Β.Σ. κατά την πώληση ή την διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών.
Ειδικότερα με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 ορίζονται αυστηρότερα οι ποινές που προβλέπονται όταν τελείται το αδίκημα της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών από φορολογούμενο ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α..
Με την παράγραφο 2 αυξάνεται η ποινή φυλάκισης από τουλάχιστον δύο (2) μήνες σε τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες για τον υπόχρεο που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία, τις συναλλαγές για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν.2523/1997, δηλαδή όταν παρεμποδίζεται η διενέργεια φορολογικού ελέγχου με χρησιμοποίηση βίας ή απειλών κατά των ελεγκτικών οργάνων, καθώς και κάθε φορά που στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου διαπιστώνεται επανάληψη της μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης των προβλεπόμενων από το π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή διαπιστώνεται μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση των ίδιων στοιχείων για τρεις (3) διαφορετικές συναλλαγές. Επίσης για τους υπόχρεους που επαναλαμβάνουν τις προαναφερόμενες παραβάσεις σε διάστημα τριών (3) ετών από την έκδοση της απόφασης αναστολής λειτουργίας του επιτηδευματία διπλασιάζεται η ποινή φυλάκισης και είναι τουλάχιστον έξι μήνες.
Με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής για την άσκηση άμεσης ποινικής δίωξης αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου των φορολογικών αρχών και σε άλλες περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα καταλαμβάνονται οι εξής περιπτώσεις: - όταν τελείται το αδίκημα της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του Φ.Π.Α, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το ποσό που ο υπόχρεος δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε ως επιστροφή Φ.Π.Α. υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ, - όταν τελείται το αδίκημα της μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης των προβλεπομένων βάσει του π.δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών ή της μη καταχώρισης των συναλλαγών στα πρόσθετα βιβλία, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί ούτε τα οικεία στοιχεία εσόδων, όταν τα παραστατικά στοιχεία που δεν εκδόθηκαν από τον υπόχρεο είναι πάνω από δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και - όταν τελείται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, ανεξάρτητα εάν ο υπόχρεος διαφεύγει την πληρωμή του φόρου ή μη, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και χωρίς να εξαρτάται η εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας από οποιαδήποτε προθεσμία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από όργανα της φορολογικής διοίκησης ή τελεσίδικης κρίσης του διοικητικού δικαστηρίου.

Στην παράγραφο 4 προσδιορίζεται η υποχρέωση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός αυτών που ρυθμίζονται με την προηγούμενη παράγραφο, να υποβάλει αμέσως σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, για την άσκηση της κατά νόμο ποινικής δίωξης σε όλες τις περιπτώσεις που έχουν τελεστεί αδικήματα φοροδιαφυγής και οι υπόχρεοι δεν έχουν ασκήσει προσφυγή κατά του φύλλου ελέγχου στο οποίο διαπιστώνονται οι πράξεις που συνιστούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Αυτή η πρόβλεψη είναι σημαντική, προκειμένου να δίδεται προτεραιότητα στην άμεση ποινική δίωξη σε υποθέσεις φοροδιαφυγής και να μην απομακρύνεται χρονικά η ποινική δίωξη από τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος.

Με την παράγραφο 5 προσδιορίζεται ως αρμόδιο δικαστήριο για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, πλημμελήματα ή κακουργήματα, κατά περίπτωση το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές εφετείο κακουργημάτων του τόπου της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση Δ.Ο.Υ.
Με την παράγραφο 6 προβλέπεται τροποποίηση στο άρθρο 13 του νόμου για τις κυρώσεις, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στη φορολογική διοίκηση, αν διαπιστώσει κατά τον έλεγχο ότι δεν έχουν εκδοθεί παραπάνω από 10 παραστατικά ή εάν η αξία του παραστατικού που δεν έχει παρανόμως εκδοθεί είναι πάνω από 500 ευρώ, ακόμα και εάν πρόκειται για ένα μη εκδοθέν παραστατικό, τότε με τη συνδρομή των αστυνομικών αρχών σφραγίζεται για 48 ώρες ο χώρος επαγγελματικής εγκατάστασης του επιτηδευματία (κατάστημα, γραφείο, εργοστάσιο, αποθήκη κόκ). Με την εξουσιοδότηση που παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών μπορεί να ρυθμίζονται τα θέματα σχετικά με τη διαδικασία αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ ρυθμίζονται θέματα για τα τέλη κυκλοφορίας καθώς επίσης και οι αποσβέσεις της αξίας των αδειών φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 17 επιδιώκεται η αναδιάρθρωση και ο εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού των τελών κυκλοφορίας όλων των επιβατικών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα έως την 31.12.2010 καθώς και των δίκυκλων και τρίκυκλων μοτοσικλετών ανεξαρτήτως της ημερομηνίας πρώτης ταξινόμησής τους στην Ελλάδα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της εγκατάλειψης του κριτηρίου της παλαιότητας και της δημιουργίας μιας αναλογικότερης και δικαιότερης κλίμακας τελών κυκλοφορίας με την προσθήκη νέων κλιμακίων κυβισμού, προκειμένου το σύστημα να γίνει πιο αποτελεσματικό και να ανταποκρίνεται καλύτερα στις συνθήκες της αγοράς, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.
Περαιτέρω, στην κατεύθυνση της μείωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και της στροφής των καταναλωτών, μέσω της φορολογίας, στην αγορά νέων πιο καθαρών οχημάτων, τα τέλη κυκλοφορίας όλων των επιβατικών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων καθώς και των επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) που θα ταξινομηθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την 1.1.2011 και μετά, συνδέονται αποκλειστικά με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα του κάθε οχήματος (γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά χιλιόμετρο). Η σύνδεση αυτή ισχύει για όλα τα προαναφερόμενα αυτοκίνητα, ασχέτως της τεχνολογίας που αυτά ενσωματώνουν (βενζινοκίνητα, υβριδικά, πετρελαιοκίνητα κλπ). Αυτό εκτιμάται ότι θα έχει σαν αποτέλεσμα τη στροφή του κοινού σε πιο «καθαρής τεχνολογίας» οχήματα. ‘Άλλωστε, τα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν ήδη εισάγει φορολογικό σύστημα τελών κυκλοφορίας αυτοκινήτων που συνδέεται ολικώς ή μερικώς με τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, οι παραπάνω προτεινόμενες ρυθμίσεις κρίθηκαν αναγκαίες δεδομένου ότι το σύστημα των τελών κυκλοφορίας του έτους 2010, μέσα από την κατάταξη του στόλου των επιβατικών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών σε 4 κλάσεις, ανάλογα της πρώτης κυκλοφορίας τους στην Ελλάδα, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Συγκεκριμένα, οι αυξήσεις που επιβλήθηκαν, ιδιαίτερα για τα πιο παλιά οχήματα, δημιούργησαν αδικίες και δίκαιες αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα πολιτών, ιδιαίτερα εκείνων που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσουν στην αγορά νέας τεχνολογίας αυτοκινήτων. Επιπλέον, η έλλειψη αξιόπιστων μηχανογραφικών στοιχείων όσον αφορά στο έτος κατασκευής μεγάλου αριθμού οχημάτων, είχε ως αποτέλεσμα, την υιοθέτηση της ημερομηνίας πρώτης ταξινόμησης στην Ελλάδα, η οποία δημιούργησε περαιτέρω αδικίες. Τέλος, η επιβολή του ειδικού φόρου μεγάλου κυλινδρισμού κινητήρα για όλα τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες άνω των 1.929 κ.εκ., είχε ως αποτέλεσμα, την πρόσθετη επιβάρυνσή τους και την από το λόγο αυτό μαζική κατάθεση των πινακίδων για ακινησία, από μεγάλο αριθμό κατόχων. Από τους λόγους αυτούς ο ειδικός αυτός φόρος καταργείται και εν μέρει ενσωματώνεται στα τέλη κυκλοφορίας.
Ειδικότερα με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του άρθρου αυτού προβλέπονται τα ακόλουθα:
1) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που έχουν ταξινομηθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα έως την 31.12.2010, καθώς και τις δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες ιδιωτικής χρήσης, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ταξινόμησής τους, υπολογίζονται με βάση τον κυλινδρισμό του κινητήρα τους.
2) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα τα οποία ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την 1.1.2011 και μετά, υπολογίζονται αποκλειστικά με κλίμακα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (γραμμάρια CO2 ανά χιλιόμετρο), όπως αυτές αναγράφονται στην άδεια του οχήματος. Ειδικά τις, για τις Ι.Χ. δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσικλέτες, τα τέλη κυκλοφορίας συνεχίζουν να υπολογίζονται με βάση τον κυβισμό τους και με την κλίμακα που ισχύει για τα επιβατικά αυτοκίνητα που θα ταξινομηθούν έως την 31.12.2010. Τούτο διότι, δεν υφίσταται οδηγία της Ε.Ε. για τη μέτρηση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα δίκυκλα και τρίκυκλα οχήματα.
3) Τα ετήσια τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται στα επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), υπολογίζονται με ιδιαίτερη κλίμακα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τούτο διότι, τα οχήματα αυτά, ως επαγγελματικά, διανύουν ετησίως πολλαπλάσιες αποστάσεις από εκείνες των επιβατικών, με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση.
4) Παρέχεται απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας για όλα τα ηλεκτροκίνητα επιβατικά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, καθώς και για τα υβριδικά και υδρογόνου επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), κυλινδρισμού κινητήρα έως 1.929 κ.εκ., που έχουν ταξινομηθεί στην Ελλάδα για πρώτη φορά έως την 31/12/2010. Εφόσον, τα πιο πάνω οχήματα έχουν κυλινδρισμό κινητήρα άνω των 1.929 κ.εκ., τα τέλη κυκλοφορίας που επιβάλλονται αναλογούν στο ήμισυ των τελών των αντίστοιχων συμβατικών οχημάτων.
5) Προκειμένου για τα λοιπά οχήματα (φορτηγά ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, λεωφορεία κλπ), τα υφιστάμενα τέλη κυκλοφορίας αυξάνονται κατά μέσο όρο σε ποσοστό 10%, σε σχέση με το έτος 2010, επειδή τα εν λόγω τέλη δεν έχουν αυξηθεί από το έτος 2009.
6) Ρητά ορίζεται ότι, από την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού παύει να ισχύει όπως και για τα οχήματα της παραγράφου 1 κάθε διάταξη νόμου που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 3831/2010 (ΦΕΚ 34 Α’) με τις οποίες κυρώθηκε και τροποποιήθηκε η από 2.11.2009 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ( Α΄ 219), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 3775/2009 (Α΄ 122 ).
7) Με την παράγραφο 6 επιδιώκεται η βελτιστοποίηση της μεθοδολογίας υπολογισμού των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, προσθέτοντας ως κίνητρο την εξοικονόμηση ενέργειας, ανάλογα με τα ιδιαίτερα και τρέχοντα χαρακτηριστικά κάθε κατηγορίας καταναλωτών.
Με τις διατάξεις του άρθρου 18 ρυθμίζονται τα θέματα των αποσβέσεων της αξίας αδειών, φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Για την ομαλή μετάβαση στο νέο πλαίσιο οδικών εμπορευματικών μεταφορών, με το οποίο επιδιώκεται η αναδιοργάνωση του θεσμικού πλαισίου, με βάση α) το νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) τις εξελίξεις της αγοράς, γ) τις συνθήκες και τη διάρθρωση του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας, προκειμένου αυτές να καταστούν αφενός βιώσιμες και αφετέρου ανταγωνιστικές, υιοθετείται η διαδικασία της σταδιακής μετάβασης στο νέο καθεστώς, όσον αφορά στις οικονομικές προϋποθέσεις. Για το λόγο αυτό με τις διατάξεις της παραγράφου 1, αναγνωρίζεται, γι’ αυτή τη μεταβατική περίοδο, πρόσθετη ισόποση κατ΄ έτος μείωση των ακαθάριστων εσόδων των επαγγελματιών που κατέχουν τις άδειες των οδικών μεταφορών Φορτηγών Δημόσιας Χρήσης Εθνικών, Διεθνών, Νομαρχιακών και Βυτιοφόρων, από 3 έως 7 έτη, κατά επιλογήν, στα ποσά της εμπορευματικής αξίας αυτών. Η επιλογή γίνεται από τον μεταφορέα, δηλαδή εάν θα αποσβέσει την οριζόμενη αξία σε 3, 4, 5, 6 ή 7 έτη, όπως επίσης εάν σε κάποιο έτος δεν επιθυμεί να πραγματοποιήσει απόσβεση, λόγω μη ύπαρξης κέρδους παρέχεται η ευχέρεια να μην την πραγματοποιήσει, χωρίς όμως να χάνει το δικαίωμα έκπτωσης της αξίας αυτής στα επόμενα έτη. Για να εξευρεθεί ενιαίος τρόπος υπολογισμού της εμπορευματικής αξίας των αδειών αυτών, προτείνεται να λαμβάνονται υπόψη οι αξίες όπως αυτές διαμορφώνονται ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 14 του νόμου για τις «Οδικές Εμπορευματικές Μεταφορές». Για τη χορήγηση των αδειών κυκλοφορίας Φ.Δ.Χ. οι ενδιαφερόμενες μεταφορικές εταιρείες καταβάλλουν εφάπαξ υπέρ του Δημοσίου ειδική εισφορά ανάλογα με την κατηγορία και το μικτό βάρος του φορτηγού οχήματος ως εξής:
α. Δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για τον πρώτο τόνο.
β. Δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε επόμενο και μέχρι επτά τόνους.
γ. Χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ για κάθε επόμενο και μέχρι τους σαράντα τόνους.
Εάν οι αιτούμενες άδειες είναι κατηγορίας ειδικής μεταφοράς πετρελαιοειδών, τα ποσά της ειδικής εισφοράς διαμορφώνονται ως εξής:
α. Είκοσι επτά χιλιάδες (27.000) ευρώ για τον πρώτο τόνο.
β. Τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για κάθε επόμενο και μέχρι τους σαράντα δύο τόνους.
Το ποσό που καταβάλλεται για τη λήψη της άδειας Φ.Δ.Χ., λογίζεται ως έξοδο και εκπίπτει του εισοδήματος επιμεριζόμενο κατά το ένα τρίτο για τα τρία επόμενα έτη από τη λήψη της άδειας.
Περαιτέρω, για την ενίσχυση ειδικά των μικρών εκμεταλλευτών Φ.Δ.Χ που διενεργούν νομαρχιακές εμπορευματικές μεταφορές, αναγνωρίζεται επιπλέον προσαύξηση των ποσών των αποσβέσεων κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).
Οπως εξηγείται, οι μειώσεις αυτές παρέχονται διότι με την απελευθέρωση της αγοράς, θα μειωθεί η εμπορική αξία αυτών, με αποτέλεσμα την απώλεια κεφαλαίου για όσους ιδιοκτήτες έχουν αγοράσει από τρίτους Φ.Δ.Χ, κυρίως κατά τα τελευταία χρόνια.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προτείνεται η σταδιακή κατάργηση του καταβαλλόμενου φόρου επί της υπεραξίας των μεταβιβαζόμενων αδειών. Από 1.1.2013 δεν θα οφείλεται φόρος κατά την μεταβίβαση των αδειών αυτών.naftemporiki